-
1 λιθος
1) камень(ξεστός Hom.; ἐκ λίθων ἐκλάμπει πῦρ Arst.)
ἐν παντὴ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph. — за каждым камнем таится скорпион;εἰς πέτρας τε καὴ λίθους σπείρειν погов. Plat. — сеять на скалах и камнях;λίθον ἕψειν погов. Arph. — варить камень;λ. προσκόμματος - см. πρόσκομμα;λ. ἀκρογωνιαῖος - см. ἀκρογωνιαῖος2) каменная глыба ( служившая общественной трибуной), трибуна(τοῦ κήρυκος Plut.)
τῷ λίθῳ προσστῆναι Arph. — предстать перед (судейской) трибуной3) (тж. λευκὸς λ. Her., λ. Πάριος Pind., Her., Arst. и Παρία Theocr., Luc., κογχυλιάτης Xen.) мрамор Her. etc.5) пробный камень(λ., ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat.)
6) горный хрустальἡ λ. ἥ διαφανής, ἀφ΄ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Arph. — прозрачный хрусталь, которым зажигают огонь, т.е. зажигательное стекло
7) игральный камешек Theocr.8) мед. мочевой камень Arst.9) (тж. λ. τίμιος NT.) драгоценный каменьσμάραγδος λ. Her. - см. σμάραγδος
10) надгробный камень Anth.11) pl. каменистая местность Xen.12) каменная скрижаль -
2 πεμψις
-
3 προσφαινομαι
(по)являтьсяοἱ ἀκούσαντες τοῦ κήρυκος πολλοὴ προσεφάνησαν (v. l. προεφάνησαν) Xen. — услышав глашатая, многие явились
См. также в других словарях:
κήρυκος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Ήταν μόλις τριών ετών και βρισκόταν στην αγκαλιά της μητέρας του, Ιουλίτας, όταν αυτή συνελήφθη στην Ταρσό, την περίοδο των διωγμών του Διοκλητιανού (3ος 4ος αι. μ.Χ.). Το παιδί ψέλλισε το… … Dictionary of Greek
Άγιος Κήρυκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 144 μ., 1.879 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια της Ικαρίας, της οποίας αποτελεί την πρωτεύουσα και το κυριότερο λιμάνι της. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού… … Dictionary of Greek
Δομίνικος ντι Γκουθμάν — (Domenico di Guzmαn, Καλερουέζα, Ισπανία 1170 – Μπολόνια 1221). Ισπανός άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Φελίτσε και της Τζοβάνα ντε Άζα. Μορφώθηκε στην Παλένθια, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της εποχής του, όπου έγινε ιερέας. Το 1203 … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
πέμψη — η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω] 1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» θριαμβευτική πομπή … Dictionary of Greek
Caduceus — Hermesstab mit zwei Schlangen Der Hermesstab (altgriechisch: τὸ κηρύκειον kerýkeion, von ὁ κῆρυξ , Gen … Deutsch Wikipedia
Heroldsstab — Hermesstab mit zwei Schlangen Der Hermesstab (altgriechisch: τὸ κηρύκειον kerýkeion, von ὁ κῆρυξ , Gen … Deutsch Wikipedia
Kerykeion — Hermesstab mit zwei Schlangen Der Hermesstab (altgriechisch: τὸ κηρύκειον kerýkeion, von ὁ κῆρυξ , Gen … Deutsch Wikipedia
☤ — Hermesstab mit zwei Schlangen Der Hermesstab (altgriechisch: τὸ κηρύκειον kerýkeion, von ὁ κῆρυξ , Gen … Deutsch Wikipedia
υποκηρύσσω — και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω] 1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου) 2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα… … Dictionary of Greek